διαφανοῦς

διαφανοῦς
διαφανής
translucent
masc/fem/neut gen sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ανθιβόλι — και αθιβόλι, το (Μ ἀνθιβόλιον και ἀνθίβολον) παραδοσιακή τεχνική για την αντιγραφή εικόνων στη χριστιανική αγιογραφία με χρησιμοποίηση διαφανούς χαρτιού. [ΕΤΥΜΟΛ. < αντιβόλιον («το αντίγραφο κατόπιν παραβολής») < αντι* + βάλλω] …   Dictionary of Greek

  • διαφάνεια — Ιδιότητα ενός σώματος να επιτρέπει τη δίοδο ακτινοβολίας από αυτό. H έννοια της δ., η οποία αναφερόταν αρχικά στο φως, επεκτάθηκε σταδιακά στις άλλες ηλεκτρομαγνητικές και στις σωματιδιακές ακτινοβολίες. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι η δ.,… …   Dictionary of Greek

  • κερατο(ειδο)πλαστική — η ιατρ. χειρουργική επέμβαση που συνίσταται στην αντικατάσταση ενός τμήματος τού κερατοειδούς με τμήμα διαφανούς υγιούς κερατοειδούς που έχει ληφθεί από ανθρώπινο πτώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. keratoplasty < kerato (πρβλ. κέρας,… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • λακωνικός — ή, ό (Α λακωνικός, ή, όν, θηλ. και λακωνίς) [Λάκων] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Λάκωνες ή στη Λακωνία (α. «λακωνική διάλεκτος» η δωρική διάλεκτος που μιλιόταν στη Λακωνία κατά τους αρχαίους χρόνους β. «βραχυλογία τις Λακωνική», Πλάτ.)… …   Dictionary of Greek

  • λακώνιον — λακώνιον, τὸ (Α) [Λάκων] είδος γυναικείου διαφανούς ενδύματος, αλλ. λακωνικόν …   Dictionary of Greek

  • λυχναίος — λυχναῑος, αία, ον (Α) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη λυχνία 2. λυχνεύς*. [ΕΤΥΜΟΛ. < λύχνος. Ο Ησύχιος παραδίδει μια γλώσσα λυχναῖος και λυχνεύς «ο διαυγής λίθος», που αναφέρεται σε ένα είδος διαφανούς και διαυγούς πάριου μαρμάρου] …   Dictionary of Greek

  • νάφθα — Όρος που χρησιμοποιείται γενικά για τα καύσιμα ορυκτά έλαια. Χαρακτηρίζεται συνήθως ως ν. το καύσιμο έλαιο, που εναποθηκεύεται σε μεγάλες και μικρές δεξαμενές ή μεταφέρεται σε βυτία ή τροφοδοτεί τους καυστήρες των λεβήτων και των καμίνων καθώς… …   Dictionary of Greek

  • ξεπατήκωμα — το [ξεπατηκώνω] αντιγραφή σχεδίου με τη χρησιμοποίηση διαφανούς φύλλου χαρτιού …   Dictionary of Greek

  • ορθόκλαστο — Πυριτικό ορυκτό της ομάδας των αστρίων· ο χημικός τύπος του είναι KA1 Si3O8 ή [SiO4 · SiO2 · SiO2] ΑΙ, Κ, με 64,72% SiO2. Κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του μονοκλινούς συστήματος. Οι κρύσταλλοι του παρουσιάζουν διάφορα σχήματα, κυρίως πρίσματα με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”